- ἐλαττονότης
- ἐλαττον-ότης, ητος, ἡ,A being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαττονότης — ἐλαττονότης, η (Α) το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐλαττονότητι — ἐλαττονότης being less fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)